- κεφαλαιώνω
- (Α κεφαλαιῶ, -όω, Μ κεφαλαιώνω) [κεφάλαιο]αναφέρω ή εκθέτω συνοπτικά κάτι, επαναλαμβάνω περιληπτικά, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω («κεφαλαιώσαντες πρὸς τοὺς ξύμπαντας τὰς διαγνώμας ποιήσησθε», Θουκ.)νεοελλ.συγκεντρώνω χρήματα για σχηματισμό κεφαλαίουμσν.(μτχ. παθ. παρακμ.) κεφαλαιωμένος, -η, -ον1. αυτός που αποτελεί δύναμη, συνασπισμένος συγκεντρωμένος2. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός3. ολοκληρώνω, αποτελειώνω, θέτω τέλος σε κάτιαρχ.1. μέσ. κεφαλαιουμαι, -όομαιχαρακτηρίζω κάποιον («κεφαλαιωσώμεθα τοίνυν τὸν κάκιστον», Πλάτ.)2. χτυπώ κάποιον στο κεφάλι, τού σπάζω το κεφάλι («κἀκεῑνον λιθοθολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν», ΚΔ)3. παθ. συνοψίζομαι, ανέρχομαι σε κάποιο ποσό («ὥστε τήν σύμπασαν κατ' Ἐρατοσθένη κεφαλαιοῡσθαι έννακισχιλίων ἑξακοσίων [σταδίων]», Στράβ.)·
Dictionary of Greek. 2013.